ανυψωτήρας

ανυψωτήρας
ο
κάθε συσκευή ή μηχανή που χρησιμοποιείται για ανύψωση βαρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανυψωτήρας — ο κάθε μηχανή που χρησιμεύει στην ανύψωση βαρών: Τα ασανσέρ των πολυκατοικιών είναι ανυψωτήρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανελκτήρας — ο ( ήρ, ήρος) 1. όργανο που χρησιμεύει στήν ανύψωση αντικειμένων, ανυψωτήρας, βαρούλκο 2. (Ανατ.) μυς που έλκει προς τα πάνω κάποιο όργανο του σώματος, π.χ. μυς ανελκτήρας του επάνω χείλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλκω «έλκω επάνω, ανυψώνω». Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ελεβατόριο — το ανυψωτήρας …   Dictionary of Greek

  • ανυψωτήρες, ατέρμονες — Μηχανές που χρησιμοποιούνται για τη συνεχή ανύψωση υγρών και στερεώνουσιών και όταν ακόμα οι τελευταίες είναι σε κατάσταση σκόνης. Κατασκευάζονται σε διάφορους τύπους, ανάλογα με την κινητήρια δύναμη που χρησιμοποιείται: έτσι έχουμε α.α.… …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — ο ανυψωτήρας (ασανσέρ), μηχανική συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίων: Οι ανελκυστήρες λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”